φθαρτικός — destructive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί φθορά, καταστρεπτικός, φθοροποιός, επιβλαβής. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εξωτερικό φθαρτό εμβρυϊκό υμένα: Φθαρτικά κύτταρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθαρτικά — φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc pl φθαρτικά̱ , φθαρτικός destructive fem nom/voc/acc dual φθαρτικά̱ , φθαρτικός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικώτερον — φθαρτικός destructive adverbial comp φθαρτικός destructive masc acc comp sg φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικῶν — φθαρτικός destructive fem gen pl φθαρτικός destructive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικόν — φθαρτικός destructive masc acc sg φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικώτατα — φθαρτικός destructive adverbial superl φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικώτατον — φθαρτικός destructive masc acc superl sg φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικαῖς — φθαρτικός destructive fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθαρτικαί — φθαρτικός destructive fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)